- αναδακρύζω
- αναδακρύώνω αμετ. слегка прослезиться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναδακρύζω — δακρύζω ελαφρά, βουρκώνουν τα μάτια μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + δακρύζω] … Dictionary of Greek
αναδακρύζω — υσα, αμτβ., δακρύζω λίγο: Τον είδα που αναδάκρυσε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναδακρυώνω — αναδακρύζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + δακρυώνω] … Dictionary of Greek